σαρδώ

German (Pape)

[Seite 862] οῦς, ἡ, wahrscheinlich eins mit σάρδιον u. σαρδόνυξ, s. Lob. Phryn. 187.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. σάρδινος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. σάρδιον.