σάρδιο

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

το / σάρδιον, ΝΑ
ο σάρδης και το πολύ συγγενικό του καρνεόλιο, ημιπολύτιμοι λίθοι κατάλληλοι για την διακόσμηση δαχτυλιδιών, οι οποίοι είναι ποικιλίες του πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος
αρχ.
1. σφραγίδα
2. στον πληθ. τὰ σάρδια
γυναικεία κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο λίθος ονομάστηκε έτσι πιθ. από την πόλη Σάρδεις. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sarda, sardius, sardinus].