σάρδιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / σάρδιον, ΝΑ
ο σάρδης και το πολύ συγγενικό του καρνεόλιο, ημιπολύτιμοι λίθοι κατάλληλοι για την διακόσμηση δαχτυλιδιών, οι οποίοι είναι ποικιλίες του πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος
αρχ.
1. σφραγίδα
2. στον πληθ. τὰ σάρδια
γυναικεία κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο λίθος ονομάστηκε έτσι πιθ. από την πόλη Σάρδεις. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sarda, sardius, sardinus].