σαρισοφόρος
English (LSJ)
ον, armed with the sarissa, Plb. 12.20.2, Arr. An. 1.14.1; v. σάρισα. Hence σαρισοφορέω, Zonar.
Russian (Dvoretsky)
σᾰρῑσοφόρος: вооруженный сарисами (φάλαγξ Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰρῑσοφόρος: -ον, ὁ φέρων σάρισαν, ὡπλισμένος διὰ σαρίσης, Πολύβ. 12. 20, 2, Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 14, κτλ.· ἴδε τὸ προηγ. Ἐντεῦθεν -φορέω, Ζωναρ.
Greek Monolingual
-ο / σαρισοφόρος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα) οπλισμένος με σάρισα («μετωπηδὸν ἄγειν φάλαγγα σαρισοφόρον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρισα + -φόρος].