σάρισα
English (LSJ)
ἡ, sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Thphr. HP 3.12.2, Plb.2.69.9, 18.29.2, etc. (Freq. written σάρισσα, OvId.Metam.12.466, Lucan.8.298; but σάρισα appears in most of the best codd. of Plb.2.69, etc., and is recognized by Hdn.Gr.1.267.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long.
Étymologie: DELG mot macéd.
Russian (Dvoretsky)
σάρῑσα: реже σάρισσα ἡ сариса (македонское копье длиною в 5-6 м) Polyb., Plut., Luc.
Wikipedia EN
The sarissa or sarisa was a long spear or pike about 5 to 7 meters (16 to 23 ft) in length. It was introduced by Philip II of Macedon and was used in his Macedonian phalanxes as a replacement for the earlier dory (δόρυ), which was considerably shorter. These longer spears improved the strength of the phalanx by extending the rows of overlapping weapons projecting towards the enemy. After the conquests of Alexander the Great, the sarissa was a mainstay during the Hellenistic era (4th–1st centuries BCE) by the Hellenistic armies of the diadochi Greek successor states of Alexander's empire, as well as some of their rivals.
Greek (Liddell-Scott)
σάρῑσα: ἡ, μακρὸν δόρυ ἐν χρήσει ἐν τῇ Μακεδονικῇ φάλαγγι, λόγχη μακρά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2, Πολύβ. 2. 69, 18, κτλ., ἴδε ἐπὶ πᾶσι 18. 12. Κοινῶς φέρεται σάρισσα, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν, ἴδε Ὀβίδ. Μεταμορφ. 12. 466, Lucan. 8. 298· πρβλ. Λάρισα· ἀλλ’ ὑπάρχει ἡ διάφορ. γραφ. σάρισα ἐν τῷ κειμένῳ τῶν πλείστων ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἴδε Schwigh. εἰς Πολύβ. 2. 69), καὶ ὁ τύπος οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ κανόνος τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 236· παρὰ τοῖς Βυζ. σάριττα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ
(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι πεζέταιροι της μακεδονικής φάλαγγας, και το οποίο εισήγαγε ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. saris(s)a].
Greek Monotonic
σάρῑσα: ή -ισσα, ἡ, σάρισσα, μακρύ δόρυ, λόγχη που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική φάλαγγα, σε Πολύβ. (ξέν. λέξη).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: Macedonian lance (Thphr., Plb.); Lat. sarīs(s)a.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown; unsufficiently founded hypothesis by v. Blumenthal Hesychst. 21. Perh. Pre-Greek (Furnée 387.
Middle Liddell
σάρῑσα, ορ -ισσα, ἡ,
the sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Polyb. [A foreign word.]
Frisk Etymology German
σάρισα: {sárīsa}
Grammar: f.
Meaning: makedonische Lanze (Thphr., Plb.); lat. sarīs(s)a.
Etymology: Dunkel; unzulänglich begründete Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 21.
Page 2,678