-ίτιδος, ἡ, Αείδος πολύτιμου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεραμῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματός του].