κεραμῖτις

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῖτις Medium diacritics: κεραμῖτις Low diacritics: κεραμίτις Capitals: ΚΕΡΑΜΙΤΙΣ
Transliteration A: keramîtis Transliteration B: keramitis Transliteration C: keramitis Beta Code: kerami=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, of or for pottery, κεραμῖτις γῆ = potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κεραμῖτις, ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. κεραμῖτην, nisi leg. κεραμῖτιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

German (Pape)

[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v.l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
d'argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.

Russian (Dvoretsky)

κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α κεραμῖτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κεραμῖτις γῆ = pottenbakkersaarde Hp.