σαρκόμφαλο
Greek Monolingual
το / σαρκόμφαλον, ΝΑ
όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρόμφαλον)].
το / σαρκόμφαλον, ΝΑ
όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρόμφαλον)].