σατιρίζω

Greek Monolingual

Ν σάτιρα
1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους χαρακτήρες, επιδιώκοντας την διόρθωσή τους
2. ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.