Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σατραπίσκος
Greek Monolingual
ο, Ν (με ειρων. σημ.) (υποκορ. τ.) μικρόςσατράπης, άτομο που συμπεριφέρεται και ενεργεί σχεδόν σαν σατράπης. [ΕΤΥΜΟΛ.<σατράπης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1845 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].