σαϊτοθήκη

Greek Monolingual

σαϊτοθήκη και σαϊττοθήκη και σαγιτοθήκη, σαγιττοθήκη, η, Ν
θήκη για σαΐτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + θήκη.