σαϊττοθήκη
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
σαϊτοθήκη και σαϊττοθήκη και σαγιτοθήκη, σαγιττοθήκη, η, Ν
θήκη για σαΐτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + θήκη.