σαΐτα
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Greek Monolingual
και σαΐττα και σαγίτα, σαγίττα, η, ΝΜ
βέλος τόξου
νεοελλ.
1. απομίμηση βέλους που κατασκευάζουν τα παιδιά με κομμάτι διπλωμένου χαρτιού και το οποίο ρίχνουν μακριά με τα χέρια τους ως παιχνίδι
2. υφαντικό εργαλείο με το οποίο περνιέται το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού
3. παρόμοιο εργαλείο της ραπτομηχανής
4. ναυτ. (συν. στον πηθ.) οι σαΐτες
(στα ιστιοφόρα πλοία με φάλκο) τα κυρτά ξύλα που στηρίζουν τα δρύφρακτα τών μεγάλων ιστιοφόρων που έχουν φάλκη στο πρωραίο άκρο τους
5. ζωολ. α) το φίδι δενδρογαλιά
β) χαρακτηριστικό γένος ασπόνδυλων του φύλου χαιτόγναθα
6. πλάστης για άνοιγμα φύλλων πίτας
7. φρ. «σαΐτα του νερού» — αυλάκι, ιδίως του νερόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagitta «βέλος»].