σβουρίζω
Greek Monolingual
Ν σβούρα
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («του σβούριξε μία και του 'φυγαν τα γυαλιά»).
Ν σβούρα
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («του σβούριξε μία και του 'φυγαν τα γυαλιά»).