βουίζω
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
1. φωνάζω, κραυγάζω
2. παράγω βοή («βουίζει ο αέρας, το δάσος, το ποτάμι»)
3. αντηχώ, αντιλαλώ («βουίζει η εκκλησία απ' τη φωνή του»)
4. φρ. «βουίζει το χωριό» — για διάδοση δυσφημιστική εις βάρος κάποιου
5. «βουίζουν τ' αφτιά μου», «βουίζει το κεφάλι μου» — αισθάνομαι ενοχλητικό βόμβο στ' αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βοώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε -ίζω, από τον αόρ. σε -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].