σειράδα

Greek Monolingual

η / σειράς, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. το δερμάτινο τμήμα της σαγής ζευγμένου αλόγου
2. ιμάντας ή σχοινί με το οποίο είναι δεμένο το υποζύγιο με το όχημα που σύρει
αρχ.
(υποκορ. του σειρά) μικρό σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].