σειράω

English (LSJ)

(σειρά) bind or draw with a rope, Phot.

German (Pape)

[Seite 868] mit dem Seile binden, δεσμέω, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σειράω: (σειρά) δένω ἢ σύρω διὰ σχοινίου, Φώτ.