δεσμέω
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
= δεσμεύω (un-Attic, Moer.122), Ev.Luc.8.29, Hld.8.9:—Pass., Diog.Oen.39, Luc.JTr.20, Alex.Aphr. Pr.1.75, 106; of joints, undergo ankylosis, Gal.15.410.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. δεζ- Diog.Oen.37.1.10
I 1atar τὰς κύνας Aen.Tact.38.2
•encadenar τὴν μητέρα I.BI 1.71, cf. 3.402, en v. pas. Luc.ITr.20, Hld.8.9.5, Alex.Aphr.Pr.1.75
•fig. (ἡ ψυχή) τὸν ὅλον ἄνθρωπον ... ἀντέδησε δεζμουμένη (el alma) encadenada (al cuerpo), encadena a su vez a todo el hombre Diog.Oen.l.c., δι' ἀκολούθου δεσμεῖται ὁ λόγος Gr.Nyss.M.44.113A
•trabar, ligar ψάμμος ὑγρότητι δεσμουμένη Alex.Aphr.Pr.1.106
•fijar en v. pas. τὰ εἴδωλα ... τοῖς ἥλοις δεσμούμενα Thdt.Is.12.337.
2 atar en un haz ἀμαλλοδετῆρες· οἱ τὰς ἀμάλλας δεσμεύοντες Hsch.α 3414, cf. δ 700, Sch.Il.18.553 en PMasp.331.3.2, en v. pas. λήϊον ἄρτι δεσμούμενον Gr.Naz.Ep.228.1.
II en v. med.-pas., de las articulaciones anquilosarse Gal.18(1).366.
German (Pape)
[Seite 550] dasselbe, N.T. u. Sp., wie Heliod. 8, 9; die Atticisten verwerfen es.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμέω [δεσμός] vastbinden, boeien.
Russian (Dvoretsky)
δεσμέω:
1 связывать (ἁλύσεσιν καὶ πέδαις NT);
2 привязывать, прикреплять (τὸ φυτὸν δεσμεῖται ὑπὸ τῆς γῆς Arst.).
English (Strong)
from δεσμόν; to tie, i.e. shackle: bind.
English (Thayer)
δεσμῷ: (imperfect passive 3rd person singular ἐδεσμεῖτο); to bind, tie: R G L; see δεσμεύω. (Aristotle, de plant. 1,2, p. 817b, 21; others); Heliodorus 8,9.)
Greek Monotonic
δεσμέω: μέλ. -ήσω, = δεσμεύω, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δεσμέω: δεσμεύω, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ἡλιόδ. 8. 9, Εὐαγ. κ. Λουκ. η΄, 29, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τῶν Ἀττικιστῶν, Μοῖρ. σ. 122, Θωμ. Μάγιστ. 199, 821.
Chinese
原文音譯:desmšw 得士姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:捆綁
字義溯源:綁,捆,捆綁,捆鎖;源自(δεσμός)=鎖鏈);而 (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)。參讀 (δεσμεύω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 被⋯捆鎖(1) 路8:29