σεκούριον

English (LSJ)

τό, (Lat. securis) axe, IG5(1).1406.8 (Edict. Diocl.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
τσεκούρι, πέλεκυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»].