Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
P. and V. πέλεκυς, ὁ (Xen. also Ar.), ἀξίνη, ἡ (Xen.).
battle-axe: P. and V. πέλεκυς, ὁ (Xen.).
pick-axe: Ar. and P. σμινύη, ἡ, Ar. and V. δίκελλα ἡ, μάκελλα, ἡ, V. γένυς, ἡ, τύκος, ὁ, σίδηρος, ὁ.
unhewn by the axe, adj.: V. ἀσκέπαρνος.