σερβίρισμα

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σερβίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)].