παρκάρισμα
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
το
η στάθμευση αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο ώστε να μην παρεμποδίζεται η κυκλοφορία άλλων τροχοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρκάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα].