Ν1. παραθέτω φαγητά ή ποτά2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) κάνω σερβίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»].