σερβίρω

Greek Monolingual

Ν
1. παραθέτω φαγητά ή ποτά
2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα
3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν
4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) κάνω σερβίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»].