ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ημαγειρικό σκεύος με μία μακριά ή δύο μικρές λαβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzerola].