κατσαρόλα

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

η
μαγειρικό σκεύος με μία μακριά ή δύο μικρές λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzerola].