σεργιάνι

Greek Monolingual

και σεριάνι και σιργιάνι και σιριάνι, το, Ν
περίπατος, βόλτα («πρώτ
η Φροσύνη το 'βαλε και βγήκε στο σιργιάνι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyran «εκδρομή»].