και σεριάνι και σιργιάνι και σιριάνι, το, Νπερίπατος, βόλτα («πρώτη Φροσύνη το 'βαλε και βγήκε στο σιργιάνι», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyran «εκδρομή»].