Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκδρομή

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

η (AM ἐκδρομή)
1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση
2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ.
μσν.
1. (για χρόνο) πέρασμα
αρχ.
1. εξόρμηση, έφοδος
2. το σύνολο τών ατόμων που επιχείρησαν εξόρμηση ή έξοδο
3. (για πράγμ.) έξοδος, κίνηση προς τα έξω
4. (για ετήσιους ανέμους) η έναρξη της πνοής τους
5. (για υγρά) εκροή
6. (για φυτά) αναβλάστηση
7. παρέκβαση στον λόγο
8. προκαταβολή
9. θάνατος
10. βλαστός, κλαδί.