σεσκιοξείδιο

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα σεσκιοξείδια
χημ. κατηγορία μεταλλοξειδίων στα οποία η αναλογία μετάλλου-οξυγόνου είναι ίση με 2:3.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sesqui-oxide (< λατ. sesqui «ενάμισης» + οξείδιο)].