σημαινόμενο

Greek Monolingual

το, Ν
(γλωσσ·) η σημασία, το νόημα, το περιεχόμενο ενός γλωσσικού σημείου, το οποίο δηλώνεται από το σημαίνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της παθ. μτχ. του ρ. σημαίνω.