σημαίνον

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

το, Ν
γλωσσ. η φωνολογική δήλωση, η μορφή, η ακουστική εικόνα ενός γλωσσικού σημείου, το αισθητό μέρος του, χάρη στο οποίο δηλώνεται το σημαινόμενο και γίνεται αντιληπτό με το άκουσμα ή με την ανάγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του ενεργητ. ενεστ. του ρ. σημαίνω.