σημαντρίς

English (LSJ)

γῆ, clay used for sealing, like our wax, Hdt. 2.38.

German (Pape)

[Seite 874] ίδος, ἡ, γῆ, Siegelerde, Her. 2, 38.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
σημαντρὶς γῆ HDT terre argileuse propre à recevoir l'empreinte d'un sceau.
Étymologie: σημαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημαντρίς -ίδος [σημαίνω] zegel-:. γῆ σημαντρίς zegelklei Hdt. 2.38.3.

Russian (Dvoretsky)

σημαντρίς: ίδος adj. f используемая для наложения печатей: σ. γῆ Her. печатная глина.

Middle Liddell

σημαντρὶς γῆ, clay used for sealing, like our wax, Hdt.