σηπτός
English (LSJ)
σηπτή, σηπτόν,
A converted into excrement, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.GA762a15; cf. σῆψις ΙΙ.
II Act., = σηπτικός, δυνάμεις, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.
German (Pape)
[Seite 875] adj. verb. von σήπω, 1) verfault. – 2) akt. = σηπτικός, Sp., s. σηπτή.
Russian (Dvoretsky)
σηπτός: [adj. verb. к σήπω гнилостный, гнойный (τὸ περίττωμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σηπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σήπω· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. σῆψις ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = σηπτικός, Διοσκ. 2. 67, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σήπομαι
1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.)
2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» — σηπτικόν φάρμακον).