σιγαλέος

English (LSJ)

α, ον, silent, still, AP7.597 (Jul.), Orph.A. 1003, etc.

German (Pape)

[Seite 877] schweigend, schweigsam, stille, Iul. Aeg. 41 (VII, 597).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
silencieux.
Étymologie: σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σῑγᾰλέος: безмолвный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾰλέος: -α, -ον, σιωπηλός, ἥσυχος, Ἀνθ. Π. 7. 597, Ὀρφ. Ἀργ. 1001, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
σιωπηλός, ήσυχος.
επίρρ...
σιγαλέως Α
σιωπηλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -αλέος (πρβλ. ταρβαλέος)].

Greek Monotonic

σῑγᾰλέος: α, ον, (σιγή), σιωπηλός, σιγανός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῑγᾰλέος, η, ον, σιγή
silent, still, Anth.