Ν1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά3. φρ. «σιγοβράζει το κακό»μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής.