Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σιδηροπυρίτης
Greek Monolingual
ο, Ν (ορυκτ.) διθειούχο ορυκτό του σιδήρου που είναιευρέως διαδεδομένο στη φύση και παράγει σπινθήρες, όταν χτυπηθεί με χαλύβδινο αντικείμενο, αλλ. πυρίτης.