σιδηροτροχιά
Greek Monolingual
η, Ν
συν. στον πληθ. οι σιδηροτροχιές
χαλύβδινες δοκοί ορισμένης διατομής που τοποθετούνται και συναρμολογούνται ή συγκολλώνται η μία μετά την άλλη σε δύο παράλληλες γραμμές και αποτελούν την οδό πάνω στην οποία κινούνται οι ειδικά διαμορφωμένοι τροχοί τών σιδηροδρομικών σχημάτων, κν. ράγιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τροχιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Δαμασκηνό].