σιδηροχίτων

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with iron tunic, Nonn. D.31.162.

German (Pape)

[Seite 880] ωνος, mit eisernem Leibrock, Nonn. 31, 162 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ σιδήρου, Νόνν. Διον. 31. 162.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χαλκοχίτων].