σιλό

Greek Monolingual

το, Ν
1. (αγροτ. τεχνολ.) ο σιρός
2. στρ. υπόγεια εγκατάσταση στην οποία αποθηκεύονται βαλλιστικά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. silo < σιρός «αποθήκη»].