σινάνθρωπος

Greek Monolingual

ο, Ν
ανθρωπολ. άλλη ονομασία του Ανθρώπου του Πεκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sinanthropus < Σῖναι «Κινέζοι» + ἄνθρωπος.