σιταρένιος

Greek Monolingual

και σταρένιος, -α, -ο, Ν
παρασκευασμένος από αλεύρι σιταριού, σιταρήσιος (α. «σιταρένιο ψωμί» β. «σταρένια παξιμάδια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. -ένιος].