και σταρόχρωμος, -η, -ο, Ναυτός που έχει το χρώμα του κόκκου του σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. αχυρόχρωμος].