σιτισμός

English (LSJ)

ὁ, feeding, fattening, Sch.Nic.Al.424, abbrev. in PLips.97 xxi 17 (iv A.D., nisi leg. σι (τείας)).

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, das Beköstigen, Speisen, Füttern, Schol. Nic. Al. 423.

Greek Monolingual

ὁ, Α σιτίζω
η πάχυνση πτηνών και άλλων ζώων με άφθονη τροφή.