σιτοβρύτις

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοβρύτις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα ἀφθονίαν σίτου, περὶ τῆς Δήμητρος, Ποιητὴς παρὰ Wernd. εἰς Φιλῆν σ. 40.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Μ
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτή που παρέχει αφθονία σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + βρύω «παράγω, παρέχω» + κατάλ. -τις τών θηλ.].