σιτοπώλης
English (LSJ)
σιτοπώλου, ὁ, corn-merchant, corn-factor, κατὰ τῶν σ., title of Lys.22, cf. Arist.HA578a1 (v.l. σιτοπώλους), SIG589.62 (Magn. Mae., ii B.C.): fem. Adj. σιτοπώλπωλις, ιδος, ἀγορά BMus.Inscr.413.6 (Priene).
German (Pape)
[Seite 886] ὁ, Getreideverkäufer, Getreidehändler, vgl. Lys. or. 22, die gegen sie gehalten ist.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de blé, de céréales.
Étymologie: σῖτος, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοπώλης: ου ὁ хлеботорговец Lys.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν σῖτον, ἔμπορος σίτου, Λυσ. Λόγ. 22 (κατὰ τῶν Σιτοπωλῶν), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ.-πώλους).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις -ώλιδος, Α
αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» — αγορά όπου πωλείται σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πώλης].