σιτόχροος

English (LSJ)

σιτόχροον, contr. σιτόχρους, σιτόχρουν, (χρόα) of the colour of ripe wheat, Opp.C.1.435; βοῦς, μόσχος, PFlor.51.12 (ii A.D.), BGU986.10 (ii A.D.); of horses, PFay.301 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν˙ (χρόα)˙- ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὡρίμου σίτου, Λατ. robeus, Ὀππ. Κυν. 1. 435˙- ἐπὶ προσώπων, σ. τὴν ὄψιν Ἄννα Κομν. 1. 446.

German (Pape)

[ῑ], weizenfarbig, von der gelbbräunlichen Farbe des reifen Weizenkorns, rubeus; κύνες, Opp. Cyn. 1.435.