v. σκίπων.
[Seite 897] ωνος, ὁ, der Stab, Suid., öfter in der Anth., wie Antp. Sid. 80 (VII, 65).
ωνος (ὁ) :c. σκίπων.Étymologie: σκήπτω.
σκήπων: ωνος ὁ Anth. v.l. = σκίπων.
σκήπων: -ωνος, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. σκίπων.
-ωνος, ὁ, Α(δ. αν.) βλ. σκίπων.