σκαλιστήρι
Greek Monolingual
το / σκαλιστήριον, ΝΑ
μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].
το / σκαλιστήριον, ΝΑ
μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].