Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σκαλιστός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν σκαλίζω 1. (για επιφάνεια) αυτός που έχει χαραχθεί, που έχει λαξευθεί και φέρει εγχάρακτες παραστάσεις ή κοιλώματα («σκαλιστό τέμπλο») 2. (για έδαφος) αυτός που έχει σκαλιστεί, που έχει σκαφθεί επιφανειακά.