σκαρδαμυκτικός

English (LSJ)

σκαρδαμυκτική, σκαρδαμυκτικόν, given to winking, blinking, of the eye, Id.HA492a10, Phgn.807b37.

Greek (Liddell-Scott)

σκαρδᾰμυκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ συχνάκις τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκαρδαμυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκαρδαμύσσω
αυτός που έχει τη συνήθεια να ανοιγοκλείνει συνεχώς τα μάτια του.

German (Pape)

zum Blinzeln geneigt, blinzelnd, Arist. H.A. 1.10 und bei Ath. VIII.353c.