σκαρμός

Greek (Liddell-Scott)

σκαρμός: σκαλμός Ι, Λέων Τακτ. 19. 5.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ναυτ. βλ. σκαλμός.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του μυκτοφόμορφου ψαριού Synodus saurus το οποίο έχει επίμηκες σώμα και κεφάλι που μοιάζει με κεφάλι φιδιού και ζει σε αμμώδεις βυθούς μέχρι βάθος 400 μέτρων.