σκιμβάδες

English (LSJ)

ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβάδες: «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκιμβός «χωλός»].