ὁ, Μτεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. ποταμίτης)].
ὁ, Gypsarbeiter.